ἀλεξητήριος

ἀλεξητήριος
ἀλεξ-ητήριος, α, ον,
A able to keep off, defend, or help, esp. as epith. of gods,

Ζεὺς ἀ. A.Th.8

; ξύλον ἀ. club for defence, E.HF470.
2 ἀλεξητήριον (sc. φάρμακον), τό, remedy, medicine, Hp.Acut.54; protection, X.Eq.5.6; ἀ. τῆς δηλήσεως charm against . ., Thphr.HP7.13.4;

ἀ. νούσων Nic.Th.7

, IG9(1).881.3 ([place name] Corcyra);

ὄρη ἀ. ὑετῶν Aristid. Or.48(1).11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) …   Dictionary of Greek

  • ἀλεξητήριος — able to keep off masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητηρίων — ἀλεξητήριος able to keep off fem gen pl ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητήριον — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc sg ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητηρίοις — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητηρίου — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητηρίους — ἀλεξητήριος able to keep off masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητηρίῳ — ἀλεξητήριος able to keep off masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητήρια — ἀλεξητήριος able to keep off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητήριοι — ἀλεξητήριος able to keep off masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”